Περίληψη
Σαλακίδης Γεώργιος, Σουλτανικά διατάγματα της μονής Βατοπεδίου του Άθω από την εποχή του Βαγιαζήτ Β΄ και του Σελίμ Α΄.
Σ' αυτή την εργασία εκδίδονται και σχολιάζονται δεκαπέντε οθωμανικά έγγραφα που σώζονται στην ιερά μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Τα έγγραφα αυτά προέρχονται από τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα και αποτελούν πολύ σημαντικά πρώιμα δείγματα της οθωμανικής γραφειοκρατίας.
Πέντε απ' αυτά (τα υπ' αριθμ. 5, 7, 8, 12 και 15) αφορούν την οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το έγγραφο 5, μάλιστα, είναι πολύ μεγάλης σπουδαιότητας καθώς αποτελεί, απ' όσο ξέρω, το πιο πρώιμο πατριαρχικό βεράτιο (Απρίλιος - Μάιος 1483) που είδε το φως της δημοσιότητας. Τόσο απ' αυτό το σημαντικό έγγραφο, όσο κι από τα 7 και 8 προκύπτει ότι ο πατριάρχης με το βεράτιο διορισμού που έπαιρνε από το σουλτάνο δεν αναλάμβανε μόνο το ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα, αλλά και καθήκοντα ανωτέρου κρατικού υπαλλήλου. Γινόταν δηλ. συγχρόνως και miίltezim, υπεύθυνος να συγκεντρώσει για το οθωμανικό δημόσιο φόρους από τους χριστιανούς υπηκόους της αυτοκρατορίας. Μαθαίνουμε, επίσης, μερικά πράγματα για τον τρόπο που συνέλεγαν τους φόρους αυτούς οι μητροπολίτες και επίσκοποι.
Έξι έγγραφα (τα υπ' αριθμ. 6, 9, 10, 13, 14 και 16) αφορούν οικονομικές και περιουσιακές υποθέσεις του συνόλου των μονών του Αγίου Όρους. Κατά καλή σύμπτωση αναφέρονται τα έγγραφα αυτά σ' ολόκληρη την ιερή κοινότητα και μπορούμε έτσι να βγάλουμε μερικά γενικά συμπεράσματα για την οικονομική της κατάσταση στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα: α) Τα μοναστήρια είχαν περιουσία τόσο στην αθωνίτικη χερσόνησο, όσο και έξω απ' αυτήν, κυρίως στη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. β) Η σχέση των μοναστηριών με τη γη τους στη συγκεκριμένη περίοδο φαίνεται να ήταν εκείνη της επικαρπίας. γ) Για τα προϊόντα της γης τους μέσα στη χερσόνησο δεν πλήρωναν τη δεκάτη, γεγονός που δηλώνει ένα ιδιαίτερο status. δ) Για την παραγωγή, όμως, έξω από τη χερσόνησο έπρεπε να πληρώσουν κανονικά τη δεκάτη, όπως οι περισσότεροι Οθωμανοί υπήκοοι. Ωστόσο, κι εδώ φαίνεται ν' απολάμβαναν ιδιαίτερης μεταχείρισης, μια και ορισμένα μοναστήρια κατάφερναν μερικές φορές ν' αντικαταστήσουν τη δεκάτη με κατ' αποκοπή ποσά. ε) Για τα βοσκοτόπια τους, τα χειμαδιά και τα κοπάδια τους πλήρωναν κανονικά φόρους σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περιοχή διατάξεις. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αθωνίτικη κοινότητα, γιατί ως κοινότητα την έβλεπε και τη μεταχειριζόταν η οθωμανική κυβέρνηση, απολάμβανε, στην περίοδο που εξετάζουμε, ένα εντελώς ιδιαίτερο μερίδιο από τη «χρυσή εποχή» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τουλάχιστον από υλική άποψη.
Τα έγγραφα 11 και 17 προσφέρουν δύο άλλες απόψεις, των σχέσεων των Αθωνιτών με τις τοπικές αρχές από τη μια και με τους σπαχήδες, στα τιμάρια των οποίων είχαν γη, από την άλλη.
Τα έγγραφα 4 και 18 δεν έχουν άμεση σχέση ούτε με το Βατοπέδι ούτε με το Άγιο Όρος γενικά, αλλά φαίνεται ότι οι κάτοχοί τους πέρασαν ένα μέρος ή και την υπόλοιπη ζωή τους εκεί, όπως προφανώς συμβαίνει και στην περίπτωση των τριών πρώτων εγγράφων της πρώτης ομάδας. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο, ούτε και σήμερα είναι, ν' αποφασίσει κάποιος να πάρει το σκληρό δρόμο του μοναχού, ίσως για να μετανοήσει στη θεία ηρεμία του Αγίου Όρους για τ' αμαρτήματα της κοσμικής του ζωής. Από την άλλη πλευρά, το Άγιο Όρος αποτελούσε συχνά τόπο εξορίας για υψηλά εκκλησιαστικά πρόσωπα.
