Περίληψη
Με βάση τα στοιχεία των αρχειακών εγγράφων και των πηγών («αρχαία καθέδρα των γερόντων», αντιπροσωπεία Αθωνιτών στην συνέλευση του 843, αγιολογία των πρώτων Αθωνιτών, όπως πχ Πέτρου Αθωνίτου, χαρακτηρισμός κατ’ επανάληψη, ήδη στην μεσοβυζαντινή περίοδο, των θεσμών και του αθωνικού συστήματος ως «αρχαίων», κλπ), σε συνδυασμό με τα δικαιοπολιτικά προαπαιτούμενα της εκδόσεως των αρχαιοτέρων Τυπικών του Αγίου Όρους (σιγίλλιο Βασιλείου Α’ του 883 και Τυπικό Ιωάννου Τζιμισκή του 972), προκύπτει συγκρότηση της αγιορειτικής κοινότητος το αργότερο τον 7ο αι. και πιθανό νωρίτερα. Η οργάνωση του μοναστικού κέντρου του Αθωνος, που στην αρχαϊκή περίοδο περιελάμβανε όχι μόνο την αγιορειτική χερσόνησο αλλά και όλη την νοτιοαανατολική γωνία της Χαλκιδικής, βασίσθηκε κατ΄αρχάς στο άγραφο εθιμικό δίκαιο και βάσει αυτού διέπλασε το καθεστώς του, που αναγνωρίσθηκε από όλους τους κατά καιρούς επικυριάρχους (Φράγκους, Βουλγάρους, Σέρβους, Οθωμανούς), όπως είχε αναγνωρισθεί από τους Βυζαντινούς. To καθεστώς αυτό αναλλοίωτο και αμετάβλητο εξακολουθεί να ισχύει ως σήμερα («αρχαίο προνομιακό καθεστώς Αγίου Όρους» ορίζει το άρθρο 105 παρ. 1 & 2 του Συντάγματος). Υποστηρίχθηκε η άποψη της πρωταρχικής συμπήξεως μιας κοινοτικής οργανώσεως (ενός συμβουλίου) μαζί με έναν Πρώτο, το δε δικαιικό σύστημα που διήπε την κοινότητα και τις έννομες σχέσεις κωδικοποιήθηκε μεν ως εθιμικό δίκαιο στα γραπτά Τυπικά, εξακολούθησε όμως να αναπροσαρμόζεται και να ανανεώνεται επί τη βάσει του εθιμικού δικαίου. Το εθιμικό (άγραφο ή λαϊκό) δίκαιο ίσχυε στο Βυζάντιο ως διαπλαστική πηγή δικαίου ισότιμη προς το επίσημο γραπτό δίκαιο, ενείχε ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο του βυζαντινού δικαίου , διαμορφώθηκε νωρίς ήδη από την πρωτοβυζαντινή περίοδο με επίδραση του ρωμαϊκού αλλά κυρίως του κλασικού ελληνικού δικαίου και των δικαίων της Ανατολής (ελληνιστικό δίκαιο, τοπικά δίκαια ανατολικών λαών) και σε όλη την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας αναγνωριζόταν παράλληλα με το επίσημο δίκαιο, που θέσπιζε κεντρικά η κοσμοκράτειρα Ρώμη . Οι κωδικοποιήσεις της πρωτοβυζαντινής εποχής αναγνώριζαν το εθιμικό δίκαιο (Θεοδοσιανός Κώδικας, βιβλ. 5ο τίτλ. ΧΧ, Ιουστινιάνειος Κώδικας, 8ο βιβλ. κεφ. 52 & Πανδέκτες, εισαγωγική const. Deo auctore προοίμιο, παράγ. 10). Το αμιγώς βυζαντινό δικαιικό σύστημα, που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της λεγόμενης «Ανακάθαρσης των νόμων», δηλαδή της μεταρρύθμισης που επιχειρήθηκε αμέσως μετά την οριστική λήξη της Εικονομαχίας και επί Μακεδόνων αυτοκρατόρων, κατά τους 9ο-11ο αι., αποκρυσταλλώθηκε στα Βασιλικά, καθιέρωσε την ισοτιμία των διαπλαστικών πηγών του δικαίου, δηλαδή του νόμου και του εθίμου ("Πᾶς νόμος ἢ ἀπὸ συναινέσεως ἐτέθη ἢ ἀνάγκης, ἢ ἀπὸ συνηθείας ἐβεβαιώθη", Β ΙΙ, 1, 48, Basilicorum Libri LX, Series A/Textus, εκδ. H. J. Scheltema, N. van der Wal, D. Holwerda, Groningen, τ. I 1955: 20.10-11). Ειδική σημασία για την διάπλαση του καθεστώτος του Αγίου Όρους έχει η διάταξη Β ΙΙ, 1, 52 = C VIII, 52,3.: "Ἡ μακρὰ συνήθεια καὶ δοκιμασθεῖσα τάξιν ἔχει νόμου, καὶ ὅτι τὰ δοθέντα ὀφφικίοις ἢ πόλεσιν ἢ πρωτεύουσιν ἢ συστήμασιν ἰσχυρά ἐστι καὶ βέβαια εἰς τὸ διηνεκὲς ἰσχύοντα" (Basilicorum Libri LX, Series A/Textus, τ. Ι: 20.20-22.), κατά την έννοια της οποίας τα "οφφίκια", οι "πρωτεύοντες" και τα "συστήματα" εξυπονοούν θεσμικές τάξεις, στις οποίες για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τις δικαιοπολιτικές σταθμίσεις εκείνης της εποχής, αναγνωριζόταν είτε ένα ειδικό νομικό καθεστώς, προνομιακού χαρακτήρος, όπως φερ΄ειπείν η τάξη των προνοιαρίων (οφφίκια), είτε ένας αυτόνομος θεσμικός χώρος θεσπίσεως και εφαρμογής ιδίων κανόνων οργανώσεως και λειτουργίας, καθώς επίσης προνομιακής υποστηρίξεως, όπως στη περίπτωση μιάς αυτόνομης ανεπτυγμένης ή αναπτυσσόμενης μοναστικής κοινότητας, όπως εν προκειμένω του Αγίου Όρους, στην οποία προφανώς εφαρμοζόταν. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ως προς την σύζευξη αφενός του εθιμικού δικαίου των εκκλησιαστικών και μοναστικών κοινοτήτων, και αφετέρου της ιδιότητος ορισμένων εξ αυτών ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, είναι η διάταξη Β ΙΙ, 1, 1 των Βασιλικών, που εισάγει την θεμελιώδη διάκριση του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο: «Διαιρεῖται δὲ εἰς δημόσιον καὶ ἰδιωτικόν. Καὶ τὸ μὲν δημόσιον πρὸς τὴν πολιτείαν ὁρᾷ καὶ συνίσταται ἐν ἱερεῦσι καὶ ἄρχουσι· τὸ δὲ ἰδιωτικὸν πρὸς τὸ ἑκάστου χρήσιμον". Η διάταξη αναγνωρίζει την Εκκλησία ("ἱερεῦσι") και για την ταυτότητα του νομικού λόγου τις μονές, ως θεσμικό χώρο του δημοσίου δικαίου, εφόσον συντρέχουν και άλλα στοιχεία ασκήσεως δημόσιας λειτουργίας από τους αντίστοιχους εκκλησιαστικούς φορείς, όπως κατεξοχήν το Πατριαρχείο ή το Άγ.Όρος, οι θεσμοί του οποίου ήσαν a priori και ab initio θεσμοί δημοσίου δικαίου· και αυτό καταφαίνεται ειδικώς από το δεύτερο επίσημο βυζαντινό Τυπικό του 972, το οποίο κατήρτισαν οι εκπρόσωποι της τότε αθωνικής κοινότητος από κοινού με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή, ο οποίος εξέδωσε το Τυπικό όχι ως αμιγώς πολιτειακή πράξη μονομερώς, κατά το σύστημα της νόμω κρατούσης πολιτείας, αλλά εν είδει συμβάσεως, όπου τα συμβαλλόμενα μέρη συμπράττουν ισοτίμως, όπως φαίνεται από την προσυπογραφή του αφενός από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και αφετέρου από τους εκπροσώπους όλων των τάξεων της τότε αθωνικής μοναστικής κοινοπολιτείας, που υπογράφουν παρά πόδας της πράξεως και παρά την αυτοκρατορική υπογραφή , τεκμήριο το οποίο εμφαίνει ότι οι καταστρωθείσες ρυθμίσεις υπήρξαν προϊόν συμπτώσεως της δικαιοπρακτικής βουλήσεως των δύο συμβαλλομένων πλευρών και όχι μονομερής εκδήλωση κι επιβολή της κρατικής βουλήσεως της τότε βυζαντινής πολιτείας. Οι αγιορειτικές πηγές που μιλούν για το εθιμικό δίκαιο του Αγίου Όρους, οι περισσότερες από τις οποίες χαρακτηρίζουν το καθεστώς του ως «αρχαίο», είναι οι εξής: 1) Τυπικό του Αθανασίου. Πρόκειται για κείμενο που εκδόθηκε την περίοδο 970-972, οι ρήτρες του οποίου οι αναφερόμενες στο άγραφο εθμικό δίκαιο έχουν να κάνουν με α) τις προϋποθέσεις παραχωρήσεως τόπου, που σημαίνει ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων, β) τους όρους ασκήσεως διοίκησης, οικονομίας και διαχείρισης και γ) τους όρους θεσπίσεως, τροποποιήσεως ή καταργήσεως των τεθειμένων νομικών κανόνων. 2) Τυπικό Ιωάννου Τζιμισκή (972), όπου η κύρια μνεία εφαρμογής εθιμικού δικαίου αφορά το ζήτημα της ανάδειξης και εκλογής του Πρώτου του Αγίου Όρους. 3) Αθανασίου Βίος Α, όπου παρέχεται η πληροφορία ότι οι τομές του Αθανασίου του Αθωνίτου καταγγέλθηκαν για το ότι ανέτρεπαν τα αρχαία καθεστώτα του Ορους, που καθιερώθηκαν βάσει εθιμικού δικαίου. 4) πράξη του Πρώτου του 985, 5) πράξη του Πρώτου του 991, 6) πράξη του Πρώτου του 996, 7) δικαστικό πρακτικό του 996, όπου περιέχονται ρυθμίσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων, που καθιερώθηκαν με εθιμικό δίκαιο. 8) Ὑποτύπωσις Αθανασίου (965?), όπου περιέχονται κανόνες εσωτερικής λειτουργίας μιάς λαύρας ως κοινοβίου. 9) Διατύπωσις του Αθανασίου (μέσα της τελευταίας δεκαετίας του 10ου αι.), πρόκειται για την διαθήκη του Αθανασίου Αθωνίτου, η οποία αναφέρεται στο εθιμικό δίκαιο. 10. Πράξη παραχώρησης (1015), που ρυθμίζει το δίκαιο της αλιείας εθιμικώς. 11. Πράξη κανονισμού ορίων των μοναστηριακών περιφερειών (1017). 12. Τυπικό Κωσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1045), επιβεβαιώνει ότι η καταστατική συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία της αθωνιτικής μοναστικής πολιτείας γίνεται με βάση το εθιμικό δίκαιο. 13. Χρυσόβουλλο Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1046) που επικυρώνει το Τυπικό του και αποδίδει αυθεντικά τον τρόπο καταρτίσεως του καταστατικού Χάρτη της αγιορειτικής μοναστικής πολιτείας, τον οποίο συντάσσουν μεν οι εκπρόσωποί της ετερονόμως επί παρουσία του εκπροσώπου του αυτοκράτορα (στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο μοναχός Κοσμάς Τζιντζιλούκης), ο οποίος αυτοκράτορας περιορίζεται στην επικύρωση του συνταγέντος κειμένου, διαδικασία που αυθεντικώς αποτυπώνεται στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 105) και ισχύει αμετάβλητη κι αναλοίωτη επί μια χιλιετία. Στην πράξη έχουμε παραδείγματα, που εμφαίνουν είτε την σταδιακή εξέλιξη και τον μεταβολισμό των αγράφων εθιμικών κανόνων σε επίσημο γραπτό δίκαιο (όπως η διαθήκη του ηγουμένου της Γαλεάγρας Λουκά του 1036, που δείχνει πώς το δικαίωμα που είχε ο ηγούμενος να αναθέσει την διοίκηση του μοναστηριού του ἢ και να μεταβιβάσει αυτό, εν ζωή ή αιτία θανάτου με διαθήκη είχε διαμορφωθεί αρχικώς εθιμικά, και στη συνέχεια με το τυπικό Τσιμισκή του 972 μετασχηματίσθηκε σε θετικό δίκαιο, πράγμα που επανέλαβε το τυπικό Μονομάχου το 1045), είτε την παράλληλη ισχύ και εφαρμογή του γραπτού επισήμου και του αγράφου εθιμικού δικαίου στην πράξη (όπως δείχνει η δικαιοδοτική πράξη του Πρώτου Ιλαρίωνος και της συνάξεως του 1066 , που τέμνει ένδικη διαφορά εμπραγμάτου δικαίου, μεταξύ των μονών Αγίου Υπατίου και Βατοπεδίου, εφαρμόζοντας παράλληλα με το επίσημο δίκαιο των τυπικών και το ανέκαθεν ισχύον άγραφο εθιμικό δίκαιο).