Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Mamaloukos Stavros, Notes on the Construction History and Architecture of the Protaton Church at Karyes, Mount Athos











PDF 


Μαμαλούκος Σταύρος, Παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία και την αρχιτεκτονική του ναού του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους
Σύμφωνα με την άποψη που είχε διατυπωθεί παλαιότερα από τον καθηγητή Παύλο Μυλωνά, ο ναός του Πρωτάτου στις Καρυές είχε κτιστεί περί το 900 ως τρίκλιτη βασιλική και αναμορφώθηκε, ώστε να αποκτήσει ένα είδος εσωτερικών χορών από τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη περί το 965 (Εικ. 1-3). Νεώτεροι, ωστόσο, ερευνητές (Π. Φουντάς, Δ. Αμπόνης, Σ. Μαμαλούκος) υποστήριξαν με βάσιμα επιχειρήματα ότι ο σημερινός ναός οικοδομήθηκε εκ θεμελίων εις αντικατάστασιν ενός αρχικού μικρότερου, στην έκτη δεκαετία του 10ου αιώνα . Ο νέος αυτός ναός ήταν μια μεγάλων διαστάσεων ιδιότυπη ξυλόστεγη σταυρική βασιλική (Εικ. 4-6). Το κτήριο είχε σε κάτοψη σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου. Στην κάτοψή του διαγραφόταν σαφώς το σχήμα ενός εγγεγραμμένου ανισοσκελούς σταυρού. Τα σχετικά απομονωμένα γωνιακά διαμερίσματα του ναού επικοινωνούσαν με το σταυρικό του σώμα μέσω φαρδιών τοξωτών διόδων. Το σταυρικό σώμα του ναού αναμφίβολα υπερυψωνόταν εν είδει φωταγωγού επάνω από τα γωνιακά διαμερίσματα και διαγραφόταν σαφώς στο εξωτερικό του κτηρίου. Τα σκέλη του σταυρικού σώματος πρέπει να καλύπτονταν με δίριχτες στέγες, οι οποίες πιθανότατα αλληλοτέμνονταν. Πρόκειται για μια λύση γνωστή από τη σταυρική βασιλική της Παναγίας και του Αγίου Δονάτου στο Μουράνο της Βενετίας, του 11oυ ή του 12ου αιώνα, αλλά και από μια σειρά σταυρόσχημων, ελεύθερων ή εν μέρει εγγεγραμμένων, αθωνικών κτηρίων της πρώιμης οθωμανικής περιόδου, και συγκεκριμένα την τράπεζα και το μαγκιπείο της Μεγίστης Λαύρας. Ωστόσο, αν τα δύο τόξα που συνδέουν τα δυτικά με τα ανατολικά τμήματα των διαμήκων εσωτερικών τοίχων, είναι αρχικά (Εικ. 2, 3), πράγμα που φαίνεται πολύ πιθανό, παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο Παντελής Φουντάς, η στέγαση του σταυρικού σώματος του Πρωτάτου διαφοροποιείται από όλα τα παραπάνω παραδείγματα: στην περίπτωση του αθωνικού ναού η αίσθηση του εσωτερικού του χώρου (Εικ. 4, 5) θα ήταν εντελώς διαφορετική, καθώς θα τονιζόταν ο κατά μήκος άξονας με τον ορισμό ενός διακριτού διαμήκους κεντρικού κλίτους, όπως συμβαίνει και σήμερα (Εικ. 2, 3). Όσον αφορά την οικοδομική ιστορία του μνημείου στους επόμενους αιώνες, αν η υπόθεση που έχει διατυπωθεί από τον Π. Φουντά για μια επισκευή του ναού στις αρχές του 13ου αιώνα παραμεριστεί προς το παρόν, ελλείψει στοιχείων, τότε απομένει η παραδιδόμενη αλλά και τεκμαιρόμενη, καθώς μπορεί να συνδυαστεί με την παλαιολόγεια τοιχογράφηση του ναού, οικοδομική φάση του τέλους του 13ου ή των αρχών του 14ου αιώνα (Εικ. 8). Από τις διάφορες προτάσεις αναπαράστασης που έχουν ώς τώρα επιχειρηθεί, ασφαλέστερη, αν και όχι χωρίς προβλήματα, είναι εκείνη της τρίκλιτης βασιλικής, με ενιαία δίριχτη στέγη . Οι εκτεταμένες εργασίες του πρώτου τετάρτου του 16ου αιώνα και εκείνες των επομένων αιώνων έδωσαν στο μνημείο τη μορφή που είχε πριν από τις ελάχιστα τεκμηριωμένες εργασίες αποκατάστασης που έγιναν στο μνημείο από τον Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο κατά τη δεκαετία του 1950 (Εικ. 1-3). Μετά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, θα μπορούσε να επιχειρηθεί μια αξιολόγηση του Πρωτάτου στο πλαίσιο της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής και να καταβληθεί μια προσπάθεια ερμηνείας της ιδιοτυπίας που παρουσιάζει η αρχιτεκτονική του μνημείου. Επ' αυτών των ζητημάτων θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει τις παρακάτω θέσεις: Με τα σημερινά δεδομένα και το επίπεδο των γνώσεών μας το Πρωτάτο αποτελεί ιιnίcum για τη μεσοβυζαντινή ναοδομία. Παρά ταύτα δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να υπήρχαν στη βυζαντινή εποχή και άλλοι ναοί με χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα του αθωνικού μνημείου, τα οποία, δεδομένης της σχετικής ευαισθησίας της κατασκευής τους, έχουν καταστραφεί και έτσι δεν μας είναι σήμερα γνωστά. Η δημιουργία του τύπου της ξυλόστεγης σταυρικής βασιλικής, που ακολουθεί ο ναός, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως συνειδητή επιλογή επαναχρησιμοποίησης ενός παλαιού, της πρωτοβυζαντινής περιόδου, προτύπου , και συγκεκριμένα μιας σταυρικής βασιλικής, όπως λ.χ. εκείνες των Γεράσων (465), της Θάσου (6ος αιώνας) ή του γνωστού ως Cumanin Camii, ναού της μικρασιατικής Αττάλειας (δεύτερο μισό του 5ου - αρχές του 6ου αιώνα), κατά τρόπο ανάλογο της δημιουργικής αντιγραφής του ναού των Αγίων Αποστόλων από τους αρχιτέκτονες του ναού του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Υπό την οπτική αυτή, το Πρωτάτο θα μπορούσε να αποτελεί μια ακόμη απόδειξη ότι, παρά τις αντίθετες απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, πολλά από τα σημαντικότερα έργα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής χαρακτηρίζονται από αξιοσημείωτη πρωτοτυπία και ότι οι τυπολογικές επιλογές που οδήγησαν στη δημιουργία του Πρωτάτου , θα μπορούσαν αν ενταχθούν στην, έστω και με μια ευρεία έννοια, αναγέννηση της αρχιτεκτονικής της εποχής των Μακεδόνων, που σχολιάζει ο Richard Krautheimer στο κεφάλαιο με τίτλο «Οι νέοι κτηριακοί τύποι και η "μεσοβυζαντινή αναγέννηση"», στο βιβλίο του Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική.