Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Suarez Alex Rodriguez, Bell ringing on Mount Athos during the Ottoman period, II: Bells











PDF 

Alex Rodriguez Suarez,
Κωδωνισμός στο Άγιον Όρος κατά την οθωμανική περίοδο, Β´: Οι καμπάνες

Το παρόν άρθρο αποτελεί το δεύτερο και τελευταίο μέρος μιας ευρύτερης μελέτης αφιερωμένης στον κωδωνισμό στο Άγιον Όρος κατά την οθωμανική περίοδο. Το πρώτο μέρος εξέτασε τις γραπτές πηγές (επίκειται η δημοσίευσή του), ενώ το δεύτερο εστιάζει σε μια αντιπροσωπευτική επιλογή σαράντα καμπανών. Η σημασία τής εν λόγω μελέτης έγκειται στο ότι, σε αντίθεση με άλλα κειμήλια, όπως π.χ. εικόνες και χειρόγραφα, τα εξαρτήματα αυτά αποτελούν μια παραμελημένη από την επιστημονική έρευνα πτυχή του αγιορείτικου υλικού πολιτισμού. 
Τα επιλεγμένα όργανα κωδωνισμού βρίσκονται σε δεκατέσσερα μοναστήρια, στη ρουμανική σκήτη του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και στον ναό του Πρωτάτου. Με εξαίρεση μία περίπτωση, αυτή η μελέτη δεν εξετάζει ρωσικές καμπάνες, οι οποίες κατά προσέγγιση αποτελούν το 80% αυτών που σώζονται στο Άγιον Όρος. Η επιλογή που παρουσιάζεται, καλύπτει χρονικά τους τρεις τελευταίους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας (τέσσερις χρονολογούνται στον 17ο, δεκατέσσερις στον 18ο, δεκαεννέα στον 19ο και τρεις καμπάνες στον 20ό αιώνα), ανεξαρτήτως της καλλιτεχνικής ποιότητάς τους. Ο κατάλογος επίσης παρουσιάζει πολλά από τα εργαστήρια όπου κατασκευάστηκαν οι καμπάνες που σήμαιναν στο Άγιον Όρος. Επιπρόσθετα, η διακόσμηση και οι επιγραφές κάθε καμπάνας καταγράφονται και σχολιάζονται. Οι επιγραφές παρέχουν συνήθως πληροφορίες σχετικά με την προέλευση και τη χρονολόγηση των τεχνουργημάτων αυτών. 
Γενικά, η ανάλυση των καμπανών ρίχνει φως στην ιστορία ενός από τα δύο βασικά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι Αγιορείτες για να ρυθμίζουν την καθημερινότητά τους το άλλο είναι το παραδοσιακό σήμαντρο. Οι περισσότερες καμπάνες χρησιμοποιούνταν στο θρησκευτικό τελετουργικό, ενώ κάποιες συνδέθηκαν με μηχανικά ρολόγια για να σημαίνουν τις ώρες. 
Τα ευρήματα του άρθρου επιβεβαιώνουν ότι η αθωνική κοινότητα είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί καμπάνες κατά τη μακρόχρονη οθωμανική κυριαρχία, γεγονός εξάλλου που αναφέρεται και στις πηγές. Αυτό ήταν ένα σημαντικό προνόμιο, καθώς η γενική χρήση των καμπανών για θρησκευτικούς σκοπούς επιτρεπόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μόνο από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Ως αποτέλεσμα αυτής της απαγόρευσης, δεν υπήρξε εγχώρια παραγωγή καμπανών για πολλούς αιώνες. Παρ᾽ όλα αυτά, τα αθωνικά μοναστήρια απέκτησαν, μέσω αγορών, ειδικών παραγγελιών καθώς και δωρεών, καμπάνες που κατασκευάστηκαν σε διάφορα εργαστήρια της δυτικής Ευρώπης και της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Τα σωζόμενα δείγματα υποδεικνύουν τη Βενετία και τη Ρωσία ως τους κύριους τόπους κατασκευής. Τα βενετσιάνικα δείγματα χρονολογούνται στην πρώιμη περίοδο, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Αντιθέτως, οι ρωσικές καμπάνες εμφανίζονται από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά , όταν η ρωσική παρουσία στο Άγιον Όρος αυξάνεται σε τόσο μεγάλο βαθμό για πρώτη φορά. Οι περισσότερες πρώιμες καμπάνες δεν κατασκευάστηκαν κατόπιν παραγγελίας, επομένως δεν εμφανίζουν λεπτομέρειες, όπως θρησκευτικές μορφές ή επιγραφές, οι οποίες να σχετίζονται με τα μοναστήρια στα οποία κατέληξαν να χρησιμοποιούνται. Μόνο ένας μικρός αριθμός παρήχθη κατόπιν ειδικής παραγγελίας, το υψηλό κόστος της οποίας δικαιολογεί την παρουσία αυτών των καμπανών μόνο στα πλουσιότερα μοναστήρια, όπως για παράδειγμα στη μονή Ιβήρων. 
Εκτός της Βενετίας και της Ρωσίας, οι αγιορείτικες καμπάνες παρήχθησαν και σε άλλες χώρες η παλαιότερη γνωστή καμπάνα του Αγίου Όρους κατασκευάστηκε το 1614 στο πριγκιπάτο της Μολδαβίας και ήταν δώρο του αρχιεπισκόπου της Σουτσεάβα (Εικ. 1). Κάποιες καμπάνες που κατασκευάστηκαν στα Βαλκάνια κατά τον 180 αιώνα, μας πληροφορούν σχετικά με την εγκατάσταση χυτών σε περιοχές που πέρασαν από τα χέρια των Οθωμανών στους Αψβούργους. Κατά τον 190 αιώνα, ξεκινά και η τοπική παραγωγή καμπανών στο ίδιο το Άγιον Όρος. Είναι πιθανό ότι οι πρώτοι χύτες καμπανών έφτασαν από το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι ορισμένοι προέρχονταν από περιοχές που τελούσαν ακόμη υπό οθωμανικό έλεγχο. Αυτήν την παραγωγή εκπροσωπούν κατεξοχήν ο Ιωάννης Νικολάου και ο γιος του, οι οποίοι κατασκεύασαν καμπάνες για πολλά μοναστήρια από το 1862 έως το 1888 (Κατάλ. αριθ. 24, 25). Οι καμπάνες τους είναι συνήθως διακοσμημένες με θρησκευτικές παραστάσεις που σχετίζονται με τα μοναστήρια τα οποία τις παρήγγειλαν. Κάθε αδελφότητα μπορούσε να ζητήσει συγκεκριμένες παραστάσεις, όπως για παράδειγμα τα πορτρέτα κτητόρων και δωρητών που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία των μοναστηριών. Μία καμπάνα στη μονή Μεγίστης Λαύρας και μία άλλη στη μονή Διονυσίου φέρουν τους κτήτορες τους, τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη και τον Διονύσιο της Κορησού (Εικ. 17) αντίστοιχα. 
Η ποιότητα των καμπανών του Ιωάννη Νικολάου και του γιου του είναι σχετικά υψηλή. Ωστόσο, η ποιότητα των άλλων τεχνουργημάτων που κατασκευάστηκαν στο Άγιον Όρος ή σε κοντινή απόσταση , πιθανώς στην Ελλάδα ή σε τουρκοκρατούμενες περιοχές, είναι χαμηλότερη από εκείνη των ευρωπαϊκών εισαγωγών. Ο τελευταίος γνωστός χύτης που δούλευε στο Άγιον Όρος κατά την οθωμανική εποχή, ήταν ο βούλγαρος Στόιαν Μ. Ράτσκοφ, γνωστός για τις καμπάνες των μονών Χιλανδαρίου (Εικ . 19) και Ζωγράφου. Η τοπική παραγωγή, που πιθανώς ήταν λιγότερο κοστοβόρα, δεν σταμάτησε την εισαγωγή καμπανών από άλλες χώρες. Για παράδειγμα, δύο καμπάνες που κατασκευάστηκαν στο έδαφος της σημερινής Ρουμανίας, προορίζονταν για τις δύο ρουμανικές σκήτες στο Άγιον Όρος. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι οι εν λόγω αδελφότητες τύγχαναν υποστήριξης από τους ομοεθνείς τους. 
Κλείνοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι καμπάνες αναπόφευκτα εξελίχθηκαν ανά τους αιώνες: τόσο το μέγεθος όσο και η διακόσμησή τους άλλαξαν. Με λίγες εξαιρέσεις, τα πρωιμότερα δείγματα είναι συνήθως μικρότερα σε μέγεθος. Οι μεγαλύτερες αγιορείτικες καμπάνες κατασκευάστηκαν στη Ρωσία πολύ αργότερα, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα . Επιπλέον, η θρησκευτική εικονογραφία στις πρώιμες καμπάνες ήταν συνήθως δυτικής προέλευσης. Αργότερα, ωστόσο , παρατηρείται η προτίμηση στην τέχνη των ορθόδοξων χωρών. Όπως είναι αναμενόμενο , τα εργαστήρια όπου κατασκευάστηκαν οι καμπάνες, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διακόσμηση και την εικονογραφία τους. Οι παραστάσεις στις καμπάνες που παρήχθησαν στη Δύση, π.χ. στη Βενετία, ακολουθούσαν συνήθως δυτικά πρότυπα. Από την άλλη πλευρά , η διακόσμηση στις καμπάνες που παρήχθησαν σε ορθόδοξες χώρες, είναι συνήθως προσκολλημένη σε μεταβυζαντινά πρότυπα . Περαιτέρω έρευνα μπορεί να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις αγιορείτικες καμπάνες, όπως για παράδειγμα τον ήχο και τη μουσικότητά τους. Επίσης, οι καμπάνες ρωσικής κατασκευής αξίζουν ξεχωριστής μελέτης, η οποία θα αποκαλύψει μια ακόμη πτυχή της ρωσικής παρουσίας και πολιτιστικής επιρροής στο Άγιον Όρος κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα .